- προκατάρχῃ
- προκατάρχηςfoundermasc dat sg (attic epic ionic)προκατάρχομαιpres subj mp 2nd sgπροκατάρχομαιpres ind mp 2nd sgπροκατάρχομαιpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταρχή — ἡ, Α 1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση 2. τίτλος έργου τού επικουρείου Ζήνωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρχή «αρχή, έναρξη»] … Dictionary of Greek
προκατάρχη — προκατάρχης founder masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρχήν — προκαταρχή origin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek